απολιθώνω — απολιθώνω, απολίθωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απολιθώνω — (AM ἀπολιθῶ, όω) [λιθώνω] μεταβάλλω, μεταμοφώνω σε λίθο νεοελλ. κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω … Dictionary of Greek
αναμαρμαρώνω — 1. αποκαθιστώ οικοδόμημα στην παλαιά του μορφή καλύπτοντας το με πλάκες μαρμάρου 2. κατασκευάζω εκ νέου ένα κτήριο με μάρμαρο 3. (στα παραμύθια) μεταμορφώνω έμψυχο σε πέτρα, απολιθώνω … Dictionary of Greek
εκλιθώ — ἐκλιθῶ ( όω) (Μ) μεταβάλλω σε πέτρα, απολιθώνω … Dictionary of Greek
εναπολιθώ — ἐναπολιθῶ ( όω) (Μ) απολιθώνω, μεταβάλλω σε πέτρα … Dictionary of Greek
καταπετρώ — καταπετρῶ, όω (Α) 1. θανατώνω με λιθοβολισμό 2. ρίχνω κάτω κάποιον από το ύψος ενός βράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πετρῶ «λιθοβολώ, απολιθώνω» (< πέτρα)] … Dictionary of Greek
λιθουργώ — λιθουργῶ, έω (Α) [λιθουργός] 1. κατεργάζομαι κοινό ή πολύτιμο λίθο 2. μεταβάλλω κάτι σε λίθο, απολιθώνω («γυῑα λιθουργήσας ματρὶ χαριζόμενος, Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
λιθώνω — (AM λιθῶ, όω, Μ και λιθώνω και λιθιώνω) [λίθος] μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω αρχ. 1. (ως απρόσ.) λιθοῡται γίνεται απολίθωση 2. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ λελιθωμένον το λιθόστρωτο … Dictionary of Greek
μαρμαρώνω — (AM μαρμαρῶ, όω, Μ και μαρμαρώνω [μάρμαρος] 1. καλύπτω ή επενδύω ή επιστρώνω ή περιβάλλω κάτι με μάρμαρο («μαρμάρωσα το λουτρό») 2. μεταβάλλω κάτι σε μάρμαρο, απολιθώνω, πετρώνω («η μάγισσα μαρμάρωσε το βασιλόπουλο») νεοελλ. 1. μτφ. μένω άναυδος… … Dictionary of Greek
προσπωρώ — όω, Α σκληραίνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πωρῶ, «απολιθώνω, σκληραίνω»] … Dictionary of Greek